- Βάια
- τα1.η Κυριακή των Βαΐων.2. βλ. βάγια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαία — βαίᾱ , βαία nurse fem nom/voc/acc dual βαίᾱ , βαία nurse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάια — βάϊα , βάιον measuring rod neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαΐα — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 239 κάτ.) της Αίγινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας της νομαρχίας Πειραιώς. * * * (I) βαΐα, η (AM) βλ. βάγια. (II) βαΐα, τα (AM) βλ. βάγιο … Dictionary of Greek
βαιά — βαιός little neut nom/voc/acc pl βαιά̱ , βαιός little fem nom/voc/acc dual βαιά̱ , βαιός little fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιᾷ — βαιός little fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαίας — βαίᾱς , βαία nurse fem acc pl βαίᾱς , βαία nurse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαί' — βαίᾱͅ , βαία nurse fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαίαν — βαίᾱν , βαία nurse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιάν — βαιά̱ν , βαιός little fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαιῶν — βαία nurse fem gen pl βαιός little fem gen pl βαιός little masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)